εννεοσσεύω

εννεοσσεύω
ἐννεοσσεύω και ἐννοσσεύω, αττ. τ. ἐννεοττεύω (AM) [νεοσσεύω]
1. (για πουλιά) κάθομαι σαν κλώσσα πάνω στα αβγά, κλωσσώ, επωάζω
2. (με αιτ.) μτφ. επωάζω, εκτρέφω («παρὰ σοὶ ἐννεοττεύσας ἔρωτα ὑπόπτερον» — αφού εξέτρεφε [ανέπτυσσε] κοντά σου φτερωτό έρωτα, Πλάτ.)
3. κατασκευάζω φωλιά σ' έναν τόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐννεοσσευόντων — ἐννεοσσεύω make a nest in pres part act masc/neut gen pl ἐννεοσσεύω make a nest in pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννοσσεύω — ἐννοσσεύω (AM) μτγ. τ. αντί εννεοσσεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”